- πλάνοι
- πλάνοςleading astraymasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλάνος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ζακύνθου του ομώνυμου νομού. * * * (I) α, ο / πλάνος, α, ον, ΝΜΑ 1. (για πράγματα) αυτός που παραπλανά, που παραπείθει (α. «πλάνες υποσχέσεις» β. «μὴ τὸ θίγῃς πλάνα δῶρα», Μοσχ.) 2. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
πλάνος — α, ο 1. αυτός που εξαπατά, που ξεγελά, ο απατεώνας, ψεύτης: Κι εκείνη την ξεγέλασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. γοητευτικός, ελκυστικός: Τα μάτια της τα πλάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)